Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
22 / 2 / 2021

Πρόσφατα έκανα μια συζήτηση στο Twitter (εεε, αν μπορείς να αποκαλέσεις αυτά τα γρυλίσματα συζήτηση) και έπεσα επάνω στο σχεδόν αστείο φαινόμενο κάποιος να υπονοεί πως αυτά που λέω για την πανδημία δεν είναι σωστά επειδή είμαι συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που μου έχουν πει, ή υπονοήσει, τέτοια μαλακία από τότε που η πανδημία-χούντα ξεκίνησε.

Είναι σημάδι των ημερών: «Σκάστε όλοι εκτός από τους ειδικούς... εεεε, τους λαμογιοειδικούς που υπερασπίζονται την κορονοκρατία· τους άλλους δεν τους είδαμε, δεν τους είδαμε!»

Ας σοβαρευτούμε λίγο...

Θέλω να το σχολιάσω το θέμα γιατί έχει πλάκα (αν και είναι τραγικό, ουσιαστικά) και στο Twitter δεν μπορώ να το κάνω επαρκώς λόγω περιορισμού στο πόσο μπορείς να γράψεις· και αυτά τα threads του Twitter συνεχώς μπλέκονται σαν τα μαλλιά της Μέδουσας και περιέχουν τον ίδιο αριθμό φαρμακερών φιδιών, οπότε στο τέλος αμφίβολο είναι το πόσοι θα καθίσουν να διαβάσουν και να δώσουν όντως σημασία σ’αυτά που γράφονται. (Δεν κατακρίνω το Twitter εδώ. Απλώς λέω πως το συγκεκριμένο μέσο δεν είναι για μεγαλύτερα κείμενα· είναι για άλλες δουλειές, και γι’αυτές είναι καλό.)

Είμαι συγγραφέας φαντασίας, λοιπόν, και δεν θα έπρεπε να μιλάω εναντίον της κορονοκρατίας;

Δεν είναι αυτό στα όρια του ρατσισμού; Επιτρέπεται να μιλήσεις μόνο βάσει επαγγέλματος; Αν ήμουν χασάπης θα «επιτρεπόταν» να μιλήσω; Αν ήμουν κουρέας; Ή ηθοποιός;

Τι σημαίνει ότι είμαι συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας; (Αν και, ουσιαστικά, ποτέ δεν έχω γράψει τίποτα που να είναι επιστημονικής φαντασίας· αυτά που γράφω είναι απλώς φαντασίας, και ψυχεδελικής φαντασίας, ή μαγικορεαλιστικά, πολλά από αυτά.) Σημαίνει ότι είμαι «πολύ φαντασμένος» και, άρα, λέω μαλακίες που δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα;

Αυτό είναι μια συνωμοσιολογική θεωρία, ομολογουμένως...

Θα μπορούσες, όμως, να το δεις και ανάποδα: Επειδή είμαι συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας και η φαντασία μου ερευνά, αντί να κοιμάται, έχω μεγαλύτερες πιθανότητες να φτάσω στην αλήθεια. (Μια θεωρία, όχι και τόσο συνωμοσιολογική, που υποστήριζε φανατικά και ο Robert Anton Wilson.)

Ή, θα μπορούσες να πεις απλά ότι έχω τις ίδιες πιθανότητες να φτάσω στην αλήθεια όπως οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με ένα συγκεκριμένο θέμα.

Αλλά, για στάσου μια στιγμή...

Συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, είπες; Όπως, για παράδειγμα, George Orwell (Animal Farm); Όπως Aldous Huxley (Brave New World); Όπως H. G. Wells (The Open Conspiracy);

Ε, εντάξει, τότε· νομίζω πως είμαι με καλή παρέα.

Ακούς εκεί... συγγραφέας φαντασίας δεν μπορεί να μιλήσει για κορονοϊό.

Λαμόγια.

 

(Τυχόν τυπογραφικά λάθη να θεωρηθούν εκεί για σουρεαλιστικούς λόγους, λόγω βιασύνης μου, δαίμονα του πληκτρολογίου, και, φυσικά, κορονοϊού ο οποίος έχει μολύνει τα δάχτυλά μου.)

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]